//Ψωρίαση και αξιολόγηση από τον Δερματολόγο.

Ψωρίαση και αξιολόγηση από τον Δερματολόγο.

Η ψωρίαση αποτελεί μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση του δέρματος με εξάρσεις και υφέσεις ενώ μπορεί να εκδηλωθεί κλινικά είτε σε ήπια, μέτρια ή σοβαρή μορφή.

Η βαρύτητά της νόσου δε καθορίζεται μόνο από το πώς εκτείνονται οι βλάβες στο σώμα αλλά και από τον αντίκτυπο, που έχει στην καθημερινότητα του ασθενούς.

Κατά προσέγγιση αφορά το 2 έως 3% του ελληνικού πληθυσμού, στον σύγχρονο κόσμο. Η πλέον συνηθισμένη μορφή εκδήλωσης της νόσου είναι η κατά πλάκας ψωρίαση, η οποία χαρακτηρίζεται από ερυθηματώδεις πλάκες με στέρεα προσκολλημένα αργυρόχροα λέπια. Συνήθεις θέσεις εντόπισης αποτελούν οι αγκώνες, τα γόνατα, οι κνήμες, η οσφυϊκή χώρα, το τριχωτό της κεφαλής και οι όνυχες.

Άλλες λιγότερο συχνές μορφές είναι η σταγονοειδής ψωρίαση, η ψωρίαση παλαμών πελμάτων, η φλυκταινώδης ψωρίαση και η ανάστροφη ψωρίαση. Σε ένα ποσοστό 5% – 25% οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν και ψωριασική αρθρίτιδα.

Το πως θα αντιμετωπιστεί η ψωρίαση σε κάθε ασθενή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένων την κλινική μορφή της, την βαρύτητα της (PASI – Psoriasis Area and Severity Index, Δείκτης έκτασης και βαρύτητας της ψωρίασης), την έκταση του σώματος που προσβάλλει (BSA), την επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενούς (DLQI), τις συνοδές παθήσεις του ασθενούς και τα φάρμακα, που λαμβάνει.

Για την αξιολόγηση της βαρύτητας της ψωρίασης χρησιμοποιείται ο δείκτης PASI (Psoriasis Area and Severity Index, Δείκτης έκτασης και βαρύτητας της ψωρίασης), που περιλαμβάνει βαθμολογίες από 0 έως 72 για τον υπολογισμό της έκτασης και της βαρύτητας των ψωριασικών βλαβών.

Η ψωρίαση ήπιας-μέτριας μορφής περιλαμβάνει βαθμολογίες PASI μεταξύ 0 και 10, ενώ η ψωρίαση μέτριας προς βαριάς μορφής αφορά βαθμολογίες PASI που υπερβαίνουν το 10 ή περιπτώσεις που αφορούν ψωριασικές βλάβες σε πιο «ευαίσθητες» περιοχές, όπως οι αγκώνες, τα χέρια και τα πόδια, το τριχωτό της κεφαλής και τα γεννητικά όργανα. Οι αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής των ασθενών αξιολογούνται, επίσης, από ένα δείκτη αξιολόγησης της επίπτωσης στη ψυχολογική και κοινωνική ζωή τους, τον επονομαζόμενο δείκτη DLQI (Dermatology Life Quality Index).

Τα τελευταία χρόνια και μετά από έρευνες είναι δεδομένο, ότι η ψωρίαση οφείλεται σε περισσότερους από έναν παράγοντες.

Επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η επίπτωση της νόσου είναι μεγαλύτερη μεταξύ των συγγενών πρώτου και δεύτερου βαθμού σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, ενώ μεταξύ διδύμων ο κίνδυνος εκδήλωσης της νόσου είναι δύο με τρεις φορές μεγαλύτερος.

Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της νόσου διαδραματίζει το ανοσοποιητικό σύστημα και η ποιότητα αυτού. Σε πλήθος μελετών έχει εντοπιστεί αυξημένος αριθμός ανοσοκυττάρων σε ασθενείς που πάσχουν από ψωρίαση, πράγμα που αποδεικνύει τον πιθανό ρόλο που ενδέχεται να διαδραματίζουν οι διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος στην εμφάνιση της ψωρίασης. Στη φλεγμονώδη διαδικασία εμπλέκονται πολυάριθμες ουσίες, που ονομάζονται κυτταροκίνες και αποτελούν ερεθιστικό παράγοντα για τη φλεγμονή.

Δεδομένης της πολυπλοκότητας της νόσου, είναι σημαντικό για τους ασθενείς να πραγματοποιούν ανά τακτά διαστήματα δερματολογικές εξετάσεις προκειμένου η νόσος να παραμένει υπό έλεγχο και να βελτιώνεται η συμμόρφωση στη θεραπεία.

Αν παρουσιάζετε κάποια βλάβη στο δέρμα σας ή πάσχετε από ψωρίαση θα πρέπει, επίσης, να επισκέπτεστε τον Δερματολόγος σας σε τακτά χρονικά διαστήματα, τα οποία θα σας υποδείξει ο ιατρός και να ακολουθείτε πιστά τις οδηγίες του. Η συνέπεια και η πειθαρχία είναι εξαιρετικά σημαντικές αρετές ως προς την αντιμετώπιση της νόσου, ενώ, παράλληλα, θα πρέπει να γνωρίζετε ότι απαιτείται υπομονή για να δείτε τα αποτελέσματα της.

Πηγή Άρθρου

MyDerma, Μέτρια – σοβαρή Ψωρίαση: Πώς γίνεται η αξιολόγηση στο ιατρείο; https://bit.ly/3dvy5Vn

Βιβλιογραφικές αναφορές
Bruce Strober, Caitriona Ryan, Peter van de Kerkhof, Joelle van der Walt, Alexa B. Kimball, Jonathan Barker, Andrew Blauvelt. Re-Categorization of Psoriasis Severity: Delphi Consensus from the International. J Am Acad Dermatol. 2020 Jan;82(1):117-122. doi: 10.1016/j.jaad.2019.08.026.